-
1 περιοιδα
1) лучше знать или уметь, превосходитеβουλῇ περιΐδμεναι ἄλλων Hom. — превзойти других в (мудром) совете;
περίοιδε δίκας ἄλλων Hom. — (Нестор) превосходит справедливостью других2) отлично уметьπερίοιδε νοῆσαι Hom. — он горазд на выдумки;
ἴχνεσι περιῄδη Hom. — (собака Одиссея) прекрасно отыскивала следы
См. также в других словарях:
περίοιδα — Α (επικ. τ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. γνωρίζω πολύ καλά («ἐπεὶ περίοιδε νοῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έμπειρος («καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη», Ομ. Οδ.) 3. υπερτερώ στη γνώση («ἐπεὶ περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἶδα… … Dictionary of Greek